- ευκολότερο
- полеcно
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… … Dictionary of Greek
ανάπλα — (I) η 1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα 2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι]. (II) η… … Dictionary of Greek
αναγραίνω — (για μαλλί ή βαμβάκι) ξαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γραίνω «ανοίγω με τα δάχτυλα το πυκνό μπλεγμένο μαλλί για να γίνει ευκολότερο το ξάσμα»] … Dictionary of Greek
ελάφρωμα — το το να καταστεί κάτι ελαφρότερο, ευκολότερο ή λιγότερο δυσβάτακτο … Dictionary of Greek
ελαφρύνω — (AM ἐλαφρύνω) 1. κάνω κάτι ελαφρό, αλαφραίνω 2. καθιστώ ευκολότερο κάτι μσν. νεοελλ. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες … Dictionary of Greek
μαραμπού — Πτηνό της οικογένειας των πελαργιδών· ονομάζεται επίσης βρογχοκηλικός πελαργός, εξαιτίας του αεροφόρου θυλάκου που φέρει στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού που αποτελεί διεύρυνση του οισοφάγου. Η επιστημονική ονομασία του είναι Leptoptilos… … Dictionary of Greek
προεξευμαρίζω — Α 1. καθιστώ προηγουμένως ευκολότερο κάτι 2. καταπραΰνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξευμαρίζω «καθιστώ κάτι εύκολο»] … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και … Dictionary of Greek